- κεντρικότητα
- ητο να βρίσκεται κάποιος ή κάτι στο κέντρο, το να είναι πολυσύχναστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεντρικός. Η λ., στον λόγιο τ. κεντρικότης, μαρτυρείται από το 1834 στον Ιωάννη Φιλήμονα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντρικότητα — η η ιδιότητα του κεντρικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)